-
1 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
2 ἐναργής
1 that all may seeὠς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα O. 7.42
n. pl. pro subs., ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει fr. 75. 13. cf. P. Oxy., 2624, fr. 1. 10. -
3 κτίζω
κτίζω (aor. κτᾰσεν, ἔκτισσε, ἔκτᾰσαν; κτᾰσῃ; κτᾰσαιεν, κτίσσειεν: aor. med. ἐκτίσσατο, κτισσάσθαν: aor. pass. κτίσθη.)a found, establish cities,πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.7
ἐπεὶ κτίσθη νέον Troy O. 8.37 altars, sanctuaries,εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ τεθμόν τε μέγιστον O. 6.69
ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα O. 7.42
ἀγῶνα δ' Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο O. 10.25
κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
a line, people, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον (Mommsen: κτισάσθαν, κτησάσθαν, κτησάσθην codd.: sc. Pyrrha and Deukalion) O. 9.45b settle, colonize σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (Hermann: ἐκτήσατο cod.: sc. Αἴγιναν) I. 9.4 καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Pae. 5.39
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский